- χορτοκαλύβα
- saz dam, hasır kulübe
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χορτοκαλύβα — η, Ν καλύβα κατασκευασμένη από ξερά χόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτο + καλύβα. Η λ., στον λόγιο τ. χορτοκαλύβη, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χορτοκαλύβα — η καλύβα κατασκευασμένη από ξερό χορτάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… … Dictionary of Greek